μαστόρικα

μαστόρικα
και μαστορικά και μαστορίτικα, τα
συνθηματική γλώσσα από λέξεις που κατασκευάζουν και χρησιμοποιούν άνθρωποι οι οποίοι ασκούν την ίδια τέχνη για να αστεΐζονται ή για να συνεννοούνται χωρίς να τούς καταλαβαίνουν οι άλλοι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού ουδ. τού επιθ. μαστορικός. Ο τ. μαστόρικα από το μαστορικά με αναβιβασμό τού τόνου (κατά τα πολλά ουδ. επιθέτων που τονίζονται έτσι (πρβλ. βλάχικα, μάγκικα κ.λπ.)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μαστορικός — ή, ό [μάστορας] 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή χρησιμεύει στον μάστορα («μαστορικά σύνεργα») 2. μτφ. (για πράγματα ή και πράξεις) ο καμωμένος με τέχνη και επιδεξιότητα, έντεχνος, καλοδουλεμένος, καλοφτιαγμένος («μαστορικό σκάλισμα τού ξύλου»)… …   Dictionary of Greek

  • μαστορικός — ή, ό 1.αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο μάστορα: Έφερες τα μαστορικά εργαλεία; 2. ο φτιαγμένος με τέχνη, με μαστοριά: Μαστορικά ξυλόγλυπτα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μαστροδουλεμένος — η, ο μαστορικός, κατασκευασμένος με τεχνική επιδεξιότητα, καλοδουλεμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάστρο (< μαστορικά) + δουλεμένος] …   Dictionary of Greek

  • αμαστόρευτος — η, ο επίρρ. α αυτός που δε φτιάχτηκε μαστορικά, με τέχνη: Κοίταξε την πόρτα που χαν φέρει και κατάλαβε ότι ήταν αμαστόρευτη δουλειά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • επιδιορθωτικός — ή, ό 1. που ανήκει η αναφέρεται στην επιδιόρθωση, που συντελεί σ’ αυτή. 2. το ουδ. πληθ. ως ουσ., επιδιορθωτικά η αμοιβή ή η δαπάνη για την επιδιόρθωση, τα μαστορικά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”